κηπουργώ

From LSJ

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274

Greek Monolingual

κηπουργῶ, -έω (Μ)
καλλιεργώ κήπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτ. κηπουργός].