κιτρινοφυλλιάζω

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek Monolingual

1. (για δέντρο) κιτρινίζουν τα φύλλα μου, μαραίνονται τα φύλλα μου
2. (για πρόσ.) χλομιάζω.