Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
και παλ. γρφ. χλωμιάζω Ν χλομός /χλωμός1. γίνομαι χλομός, χάνω το χρώμα μου, ωχριώ («χλόμιασε από τον φόβο του»)2. (για φυτό) μαραίνομαι, κιτρινίζω3. μτφ. χάνω το θάρρος μου, δειλιάζω.