χλομιάζω

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

και παλ. γρφ. χλωμιάζω Ν χλομός /χλωμός
1. γίνομαι χλομός, χάνω το χρώμα μου, ωχριώ («χλόμιασε από τον φόβο του»)
2. (για φυτό) μαραίνομαι, κιτρινίζω
3. μτφ. χάνω το θάρρος μου, δειλιάζω.