χλομιάζω

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source

Greek Monolingual

και παλ. γρφ. χλωμιάζω Ν χλομός /χλωμός
1. γίνομαι χλομός, χάνω το χρώμα μου, ωχριώ («χλόμιασε από τον φόβο του»)
2. (για φυτό) μαραίνομαι, κιτρινίζω
3. μτφ. χάνω το θάρρος μου, δειλιάζω.