κιόσκι

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source

Greek Monolingual

το (Μ κιόσκι και κιόσκιον)
μεμονωμένος στεγασμένος χώρος στο ύπαιθρο, περίπτερο («και ή παλάτια υψώνω ή κιόσκια», Παλαμ.)
νεοελλ.
εξοχική έπαυλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. koşk].