κλανιάρης

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-άρα, -άρικο, θηλ. και κλανού κλανιά
1. πορδαλάς
2. μτφ. φοβιτσιάρης.