κλεπτομανής
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
-ές
αυτός που πάσχει από κλεπτομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cleptomane < clepto- (πρβλ. κλέπτω) + -mane (πρβλ. -μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ν. Γ. Πολίτου].