κλεπτομανής

From LSJ

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428

Greek Monolingual

-ές
αυτός που πάσχει από κλεπτομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cleptomane < clepto- (πρβλ. κλέπτω) + -mane (πρβλ. -μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ν. Γ. Πολίτου].