Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
-ές
αυτός που πάσχει από κλεπτομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cleptomane < clepto- (πρβλ. κλέπτω) + -mane (πρβλ. -μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ν. Γ. Πολίτου].