κληϊστός
English (LSJ)
Ionic for κλειστός.
German (Pape)
[Seite 1450] ion. = κλειστός, verschlossen, verschließbar, Od. 2, 344.
French (Bailly abrégé)
ion. c. κλειστός.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κληϊστός: Ιων. αντί κλειστός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κληϊστός Ion. voor κλειστός.
Russian (Dvoretsky)
κληϊστός: эп.-ион. = κλῃστός.