κλῃστός
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
v. κλειστός. κλῄσω, fut. of κλῄω (q.v.) and κλῄζω.
German (Pape)
[Seite 1452] s. κλειστός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλῃστός zie κλειστός.
Russian (Dvoretsky)
κλῃστός: эп.-ион. κληϊστός и κλειστός 3 κλείω I]
1 смыкающийся (σανίδες Hom.);
2 могущий запираться (δῶμα Eur.; λιμήν Thuc.; θυρίδες Diod.).
Greek Monolingual
κληστός, -ή, -όν (Α)
(αττ. τ.) βλ. κλειστός.
Greek Monotonic
κλῃστός: αρχ. Αττ. αντί κλειστός.
Greek (Liddell-Scott)
κλῃστός: ἀρχ. Ἀττ. ἀντὶ κλειστός.