κλούβιος
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
Greek Monolingual
-α, -ο
1. (για τα αβγά) χαλασμένος, μπαγιάτικος
2. μτφ. ανόητος, χαζός («με το κλούβιο σου μυαλό τέτοια σκέφτεσαι»)
3. φρ. «κλούβια κι άπιαστα» — λέγεται ως αντιβασκανική ευχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλούβα με σημ. «κοτέτσι»].