κλούβιος
From LSJ
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
Greek Monolingual
-α, -ο
1. (για τα αβγά) χαλασμένος, μπαγιάτικος
2. μτφ. ανόητος, χαζός («με το κλούβιο σου μυαλό τέτοια σκέφτεσαι»)
3. φρ. «κλούβια κι άπιαστα» — λέγεται ως αντιβασκανική ευχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλούβα με σημ. «κοτέτσι»].