κλυστήρας

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

ο (AM κλυστήρ) κλύζω
ειδική συσκευή με την οποία εγχέεται υγρό σε κοιλότητες του σώματος για καθαρισμό τους
αρχ.
υγρό που εισάγεται σε σωματική κοιλότητα με την ομώνυμη συσκευή.