κλυστήρας

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

ο (AM κλυστήρ) κλύζω
ειδική συσκευή με την οποία εγχέεται υγρό σε κοιλότητες του σώματος για καθαρισμό τους
αρχ.
υγρό που εισάγεται σε σωματική κοιλότητα με την ομώνυμη συσκευή.