κνίπειος

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

German (Pape)

[Seite 1461] von der Mücke, Sp.

Greek Monolingual

κνίπειος, -εία, -ον (Α) κνιψ
1. αυτός που ανήκει στον κνίπα, στη σκνίπα
2. φρ. «κνίπειον αἷμα» — ονομασία ουσίας που χρησιμοποιούνταν στην αλχημεία.