Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κνίπειος

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

German (Pape)

[Seite 1461] von der Mücke, Sp.

Greek Monolingual

κνίπειος, -εία, -ον (Α) κνιψ
1. αυτός που ανήκει στον κνίπα, στη σκνίπα
2. φρ. «κνίπειον αἷμα» — ονομασία ουσίας που χρησιμοποιούνταν στην αλχημεία.