κοιλόπονος

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek Monolingual

ο
1. ο πόνος της κοιλιάς, ο πονόκοιλος
2. κολικός, κολικόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ-ιά + πόνος (πρβλ. κεφαλόπονος, στομαχόπονος)].