κοκέτης

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοκέτα
1. φιλάρεσκος
2. αυτός που ερωτοτροπεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coquet, coquette (< ρ. coqueter «κοκορεύομαι»)].