κοκέτα

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

(I)
και κουκέτα, η
μικρό κρεβάτι σε καμπίνα πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cuccetta].
(II)
η
βλ. κοκέτης.