κοκέτα

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek Monolingual

(I)
και κουκέτα, η
μικρό κρεβάτι σε καμπίνα πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cuccetta].
(II)
η
βλ. κοκέτης.