κοκκινόχωμα

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201

Greek Monolingual

το
χώμα κόκκινου χρώματος, ερυθρά άργιλος, αλλ. κοκκινιά.