τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice
οβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κομβολβουλίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. convolvulus < λατ. convolvulus < λατ. convolvo «περιτυλίσσω, περιβάλλω»].