κομμεώδης

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

-ες
κομμιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι / -εως + κατάλ. -ώδης, (πρβλ. βραχώδης, πετρώδης)].