κομμωτίζω

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

German (Pape)

[Seite 1479] = κομμόω, Sp.; VLL. erkl. ἐπιμελοῦμαι.

Greek (Liddell-Scott)

κομμωτίζω: μέλλ. -ίσω, = κομμόω, Συνέσ. 83C, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ.

Greek Monolingual

κομμωτίζω (AM) κομμωτής
καλλωπίζω.