κομμωτίζω

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

German (Pape)

[Seite 1479] = κομμόω, Sp.; VLL. erkl. ἐπιμελοῦμαι.

Greek (Liddell-Scott)

κομμωτίζω: μέλλ. -ίσω, = κομμόω, Συνέσ. 83C, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ.

Greek Monolingual

κομμωτίζω (AM) κομμωτής
καλλωπίζω.