κομφετί

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

και κονφετί, το
συν. στον πληθ. τα κομφετί ή κονφετί
μικρά στρογγυλά πολύχρωμα κομμάτια από χαρτί που πετούν ο ένας στον άλλο κατά τις απόκριες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. confetti < ιταλ. confetti, πληθ. του confetto].