ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
και κονφετί, τοσυν. στον πληθ. τα κομφετί ή κονφετίμικρά στρογγυλά πολύχρωμα κομμάτια από χαρτί που πετούν ο ένας στον άλλο κατά τις απόκριες.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. confetti < ιταλ. confetti, πληθ. του confetto].