κομφετί

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek Monolingual

και κονφετί, το
συν. στον πληθ. τα κομφετί ή κονφετί
μικρά στρογγυλά πολύχρωμα κομμάτια από χαρτί που πετούν ο ένας στον άλλο κατά τις απόκριες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. confetti < ιταλ. confetti, πληθ. του confetto].