κοντακιανός

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
κάπως κοντός, κοντούτσικος, μικρού αναστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) «βραχύς» κατά τα μτγν. επίθ. λεπτ-ακ-ινός, μαλθ-ακ-ινός, και με επίδραση τών επιθέτων σε -ανός].