κοντοποδαρούσα

Greek Monolingual

η
εκλεκτή ποικιλία της αχλαδιάς και του καρπού της, ο οποίος έχει κοντό και κάπως χονδρό μίσχο, αλλ. κοντούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του κοντο-πόδαρος με εξειδικευμένη σημ. και την κατάλ. -ούσα (πρβλ. ξανθο-μαλλ-ούσα, χαμηλο-βλεπ-ούσα)].