κοντυλένιος
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Greek Monolingual
και κονδυλένιος, -α, -ο
1. αυτός που μοιάζει σαν να είναι ζωγραφισμένος με κοντύλι
2. χαριτωμένος, λεπτός, λεπτοκαμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ασημένιος, μολυβένιος)].