ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
ο, θηλ. κοπαδιάρα κοπάδι1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοπάδι2. ως ουσ. ο ιδιοκτήτης κοπαδιού.