κοπρόσκυλο

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

το
1. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και γυρίζει αδέσποτο, κοπρίτης
2. (για πρόσ.) μτφ. οκνηρός, τεμπέλης, τεμπελόσκυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -σκυλο (< σκυλί), πρβλ. κυνηγόσκυλο, τεμπελόσκυλο].