κορσεῖα

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορσεῖα Medium diacritics: κορσεῖα Low diacritics: κορσεία Capitals: ΚΟΡΣΕΙΑ
Transliteration A: korseîa Transliteration B: korseia Transliteration C: korseia Beta Code: korsei=a

English (LSJ)

τά, (κόρση) temples, Nic.Al.135; κόρσεα, ib.414.

Greek (Liddell-Scott)

κορσεῖα: τά, (κόρση) οἱ κρόταφοι, Νικ. Ἀλ. 135· κόρσεα αὐτόθι 414.

Greek Monolingual

κορσεῖα και κόρσεα, τὰ (Α) κόρση
οι κρόταφοι, τα μηλίγκια.