κορτίνη

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

Greek Monolingual

η
(βιοχ.) σύνολο ορμονών το οποίο περιλαμβάνει όλες τις φυσικές ορμόνες τών επινεφριδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cortin- < cort- (< λατ. cortex, -icis «φλοιός») + κατάλ. -in της χημικής ορολογίας].