κορτώ

From LSJ

Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau

Menander, Monostichoi, 248

Greek Monolingual

κορτῶ, -έω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κροτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροτῶ με μετάθεση].