κοσμηματοθήκη

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

η
ειδικό σκεύος για φύλαξη κοσμημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμημα + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ιωάννη Βαρελά].