κουδούνισμα

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source

Greek Monolingual

το κουδουνίζω
1. χτύπημα κουδουνιού
2. ήχος που βγάζει το κουδούνι
3. ήχος όμοιος με του κουδουνιού, μεταλλικός ήχος.