κουνουπιέρα

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

η
ειδική καλύπτρα του κρεβατιού από πολύ λεπτό διάτρητο ύφασμα για προφύλαξη αυτών που κοιμούνται από τα τσιμπήματα τών κουνουπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουνούπι + κατάλ. -ιέρα].