κουνούπι

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

το (Μ κουνούπιον)
ονομασία, κοινή σήμερα, εντόμων που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια culicidae, ο κώνωπας
νεοελλ.
φρ. α) «μάς έγινες κουνούπι» — κατάντησες ενοχλητικός
β) «σέ βλέπω σαν κουνούπι» — δεν σε υπολογίζω καθόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωνώπιον (υποκορ. του κώνωψ, -ωπος), με κώφωση του -ω- σε -ου-].