κουνουπιέρα

From LSJ

ἐν τῷ τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει λόγου ἄξιον οὐδέν → in the fact that there is no rain to speak of at the usual season for rain

Source

Greek Monolingual

η
ειδική καλύπτρα του κρεβατιού από πολύ λεπτό διάτρητο ύφασμα για προφύλαξη αυτών που κοιμούνται από τα τσιμπήματα τών κουνουπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουνούπι + κατάλ. -ιέρα].