κουρέλιασμα
From LSJ
ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
Greek Monolingual
το κουρελιάζω
1. σχίσιμο υφάσματος σε μικρά κομμάτια
2. ψυχικός εκμηδενισμός κάποιου, εξευτελισμός, καταρράκωση.
ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
το κουρελιάζω
1. σχίσιμο υφάσματος σε μικρά κομμάτια
2. ψυχικός εκμηδενισμός κάποιου, εξευτελισμός, καταρράκωση.