κουρέλιασμα

From LSJ

ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth

Source

Greek Monolingual

το κουρελιάζω
1. σχίσιμο υφάσματος σε μικρά κομμάτια
2. ψυχικός εκμηδενισμός κάποιου, εξευτελισμός, καταρράκωση.