κουρέλιασμα
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
το κουρελιάζω
1. σχίσιμο υφάσματος σε μικρά κομμάτια
2. ψυχικός εκμηδενισμός κάποιου, εξευτελισμός, καταρράκωση.