κουτουλώ

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

-άω, και κουτουλίζω
1. (για ζώα) χτυπώ ή έχω τη συνήθεια να χτυπώ με τα κέρατα
2. χτυπώ με το κεφάλι
3. είμαι βλάκας
4. (στον τ. κουτουλώ) πάω στα τυφλά
5. φρ. «κουτουλάω από τη νύστα» — νυστάζω πολύ και γέρνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κούτουλο < κούτελο, με αφομοίωση].