κοχλιόκρανο

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

το
η κεφαλή του κοχλία, της βίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -κρανον (< αμάρτυρο κρᾶνον, βλ. λ. κρανίον), πρβλ. περί-κρανον, ωλέ-κρανον. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].