κούνιον

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

κούνιον και κουνίον, τὸ (ΑM)
η κούνια, το κρεβάτι του βρέφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuna «κρεβάτι βρέφους»].