κρασοπατέρας

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216

Greek Monolingual

ο (Μ κρασοπατέρας)
άνθρωπος που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες κρασιού, οινοπότης, κρασοκανάτας, μέθυσος.