κρασοκανάτας

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source

Greek Monolingual

ο κρασοκανάτα
αυτός που πίνει πολύ κρασί, μέθυσος, μπεκρής.