κρασοπινάς

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

ο (Μ κρασοπινάς)
μέθυσος, μπεκρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + πίνω + κατάλ. -άς).