Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ο (Μ κρασοπινάς)μέθυσος, μπεκρής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + πίνω + κατάλ. -άς).