κραυγανώμαι

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

κραυγανῶμαι, -άομαι (Α)
κραυγάζω συνεχώς, κλαίω κραυγάζοντας συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται με τη λ. κραυγή.