ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
-ες1. αυτός που μοιάζει με κρέας2. σαρκώδης, ευτραφής, κρεατωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + -ώδης].