κρεατώδης

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

-ες
1. αυτός που μοιάζει με κρέας
2. σαρκώδης, ευτραφής, κρεατωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + -ώδης].