κρεμ

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source

Greek Monolingual

ο η, το
1. αυτός που έχει το χρώμα της κρέμας
2. (το ουδ.) το κρεμ
το χρώμα της κρέμας, του αφρού του γάλακτος, κιτρινωπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. creme].