Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρεμμυδάκι

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

Greek Monolingual

και κρομμυδάκι το κρεμμύδι
1. μικρό κρεμμύδι
2. φρ. «τον έκανε με τα κρεμμυδάκια» — άσκησε αυστηρότατο έλεγχο εις βάρος του.